Κ. Σταμπολής: Ανέφικτο το πλαφόν στις τιμές αερίου και πετρελαίου
https://energypress.gr/news/k-stampolis-anefikto-plafon-stis-times-aerioy-kai-petrelaioy
Το τελευταίο διάστημα όλο και πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να επιβληθεί ανώτατο όριο (πλαφόν) στην τιμή όχι μόνο του φυσικού αερίου αλλά και του πετρελαίου, για διαφορετικούς λόγους για το κάθε καύσιμο. Για το μεν φυσικό αέριο, 15 χώρες της Ε.Ε. με κοινή επιστολή των κυβερνήσεών τους (στις 28/9) ζητούν όπως τεθεί ανώτατο όριο στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς αερίου σε μια προσπάθεια να τιθασευθούν οι τιμές του ηλεκτρισμού, καθότι αυτές επηρεάζονται άμεσα από το φυσικό αέριο. Αφού η τιμή του ηλεκτρισμού στην ευρωπαϊκή ημερήσια αγορά καθορίζεται από την υψηλότερη οριακή τιμή συστήματος, που είναι συνήθως αυτή του αερίου.
Στην περίπτωση του πετρελαίου, η ανάγκη για καθορισμό ανώτατης τιμής τέθηκε πρόσφατα από το G7 τον Ιούνιο του 2022 σε μια προσπάθεια να περιορισθούν οι ρωσικές εξαγωγές αργού προς την Ευρώπη αλλά και ευρύτερα. Και στις δύο περιπτώσεις η αξίωση για επιβολή πλαφόν στις τιμές αερίου και πετρελαίου αντιβαίνει στον καθιερωμένο τρόπο προσδιορισμού των τιμών μέσω των χρηματιστηρίων ενέργειας, κυρίως του NYMEX στη Ν. Υόρκη και του ICE στο Λονδίνο στην περίπτωση του πετρελαίου, ενώ στον χώρο του αερίου ξεχωρίζει ο ολλανδικός κόμβος εμπορίας αερίου TTF (Title Transfer Facility) – παράλληλα λειτουργεί σειρά άλλων βασικών gas trading hubs, κυρίως στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ (Henry Hub). Με τις τιμές που προκύπτουν από τα ενεργειακά χρηματιστήρια να επηρεάζουν άμεσα τις αγοραπωλησίες φυσικών φορτίων πετρελαίου, LNG ή τους διακινούμενους όγκους αερίου μέσω αγωγών, αφού αυτές χρησιμοποιούνται ως βάση, λ.χ. Brent ±5% ή ΤTF ±10%.
Να θυμίσουμε ότι χρηματιστηριακού τύπου συναλλαγές στο πετρέλαιο ξεκίνησαν το 1983 μέσω του NYMEX στη Ν. Υόρκη στον απόηχο των δύο πετρελαϊκών κρίσεων (1973, 1979), σε μια προσπάθεια να αποδυναμωθεί ο OPEC ώστε να δοθεί ένα τέρμα στις παράλογες και αυθαίρετες πρακτικές των βασικών παραγωγών του Κόλπου στον καθορισμό των τιμών του πετρελαίου. Με την έναρξη διαπραγμάτευσης συμβολαίων πετρελαίου στο NYMEX και έπειτα από ένα χρόνο (1984) στο London Metal Exchange άρχισαν να υποχωρούν αισθητά οι τιμές πετρελαίου, αφού ο καθορισμός των τιμών ξέφυγε από τον αποκλειστικό έλεγχο των παραγωγών και μεταφέρθηκε στην αγορά, όπου μπορούσαν να συμμετέχουν ισότιμα όλοι: παραγωγοί, εισαγωγείς και έμποροι.
Στην Ευρώπη, τα τελευταία δέκα χρόνια έχει ενθαρρυνθεί με κάθε δυνατό τρόπο από την Ε.Ε. στο πλαίσιο σχετικής Οδηγίας (Οδηγία 96/30/ΕΚ) η δημιουργία κόμβων εμπορίας αερίου, έτσι που σήμερα πέρα από το TTF λειτουργούν με επιτυχία δέκα τέτοια gas hubs σε χώρες όπως η Βρετανία (NBP), το Βέλγιο (Zeebrugge), η Ιταλία (PSV), η Γαλλία (PEG), η Αυστρία (VTP) κ.ά. Τελευταίο το gas hub στην Ελλάδα, γνωστό ως ελληνικό βάθρο εμπορίας φυσικού αερίου που ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Μάρτιο του 2022 από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (ΕΧΕ) με τη συνδρομή του ΔΕΣΦΑ. Απώτερος στόχος η μεγιστοποίηση των εμπορικών συναλλαγών και μέσω αυτών η επίτευξη ανταγωνιστικών τιμών προς όφελος των καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Βασικές προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει με επιτυχία ένα gas hub είναι αφενός η επάρκεια ικανών ποσοτήτων αερίου στην άμεση γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το gas hub, δηλαδή η επίτευξη ικανοποιητικής ρευστότητας (liquidity), και αφετέρου η ύπαρξη κατάλληλων υποδομών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι συνθήκες αυτές έχουν πλέον ικανοποιηθεί με τη λειτουργία των αγωγών TAP, του βασικού αγωγού μεταφοράς αερίου από τη Ρωσία (σήμερα μέσω Turk Stream και Βουλγαρίας), του ελληνοτουρκικού αγωγού ICGT και τελευταία του ελληνοβουλγαρικού IGB, αλλά και του τέρμιναλ LNG στη Ρεβυθούσα. Σε μια πρόσφατη αξιολόγηση των ευρωπαϊκών gas hubs από την EFET, ο ελληνικός κόμβος συγκέντρωνε την υψηλότερη βαθμολογία των gas hubs που λειτουργούν σήμερα στη Ν.Α. Ευρώπη.
Υστερα από προσπάθειες μίας 15ετίας από την Ε.Ε. για την αναμόρφωση της αγοράς αερίου στην Ευρώπη μέσω της προώθησης διασυνδετήριων αγωγών, εγκαταστάσεων αποθήκευσης και της δημιουργίας δικτύου gas trading hubs, ώστε να προκύπτουν τιμές που θα αντιπροσωπεύουν τα τεκταινόμενα στις αγορές, είναι λογικό και επόμενο η Κομισιόν να αντιδρά σθεναρά σε προτάσεις επιβολής πλαφόν στις τιμές που προκύπτουν στο TTF αλλά και από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά hubs. Γιατί η επιβολή πλαφόν στην πράξη καταργεί τον σκοπό και τη λειτουργία των κόμβων εμπορίας αερίου, αφού προκαθορίζει τα όρια διακύμανσης τιμών. Το ίδιο ισχύει και για το πετρέλαιο, αφού το πλαφόν που εισηγείται το G7 υποσκάπτει την ελεύθερη διαπραγμάτευση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης στα χρηματιστήρια ενεργειακών commodities σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ασία. Επιπλέον, η επιβολή πλαφόν στο αέριο στην πράξη ενέχει ρίσκο για την ασφάλεια εφοδιασμού, αφού θα αποτρέψει φορτία LNG και αργού από το να κατευθυνθούν προς την Ευρώπη (που θα θεωρείται πλέον ζώνη χαμηλών τιμών έναντι της Ασίας).
Ουδείς αμφισβητεί ότι υπάρχει πρόβλημα στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας που εστιάζεται στη διασύνδεση των τιμών ηλεκτρισμού με το φυσικό αέριο, γι’ αυτό και οι προσπάθειες της Ε.Ε. και των συμβουλευτικών οργάνων της έχουν επικεντρωθεί στην ανασχεδίαση της αγοράς ηλεκτρισμού (δηλαδή του target model) και όχι της αγοράς φυσικού αερίου. Σε μια προσεχή αναθεώρηση του ακολουθούμενου μοντέλου της αγοράς φυσικού αερίου θα ήτο χρήσιμο να αξιολογηθεί η εισαγωγή circuit breakers, ακολουθώντας τα πρότυπα των χρηματιστηριακών αγορών ώστε να σταματάει η διαπραγμάτευση όταν ξεπερνιούνται κάποια όρια.
Σε κάθε περίπτωση, οι πολύ υψηλές τιμές που προκύπτουν το τελευταίο διάστημα στο TTF και αλλού είναι ενδεικτικές του κλίματος αβεβαιότητας και ανησυχίας που χαρακτηρίζει τις αγορές με την προεξόφληση ρίσκου και την υιοθέτηση υψηλών προβλέψεων από τις εταιρείες προμήθειας που αγωνιούν για την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων αερίου ή ηλεκτρισμού. Με τις προβλέψεις αυτές να λαμβάνουν υπόψη τα εκάστοτε δεδομένα προσφοράς – ζήτησης καθώς και γεωπολιτικούς παράγοντες, και υπό αυτή την έννοια τα χρηματιστήρια ενέργειας αντανακλούν τις τάσεις και συνθήκες της αγοράς. Η επιβολή πλαφόν αλλοιώνει την πραγματικότητα.
Η αντίθεση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών σε έρευνες και παραγωγή υδρογονανθράκων (οι οποίοι μαζί με τον άνθρακα καλύπτουν το 69,3% των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ: 27 βάσει στοιχείων της Eurostat για το 2020), υπό την επήρεια των πράσινων πολιτικών της Ε.Ε., τη στιγμή που η Ευρώπη εξαρτάται κατά 60%+ από εισαγωγές υδρογονανθράκων, είναι ενδεικτική της πλήρους αδυναμίας της Ε.Ε. να αξιολογήσει σωστά το εξελισσόμενο, και αρνητικό γι’ αυτήν, γεωπολιτικό περιβάλλον. Με την παράδοξη αυτή στάση της Ε.Ε. να υποκρύπτει μεγάλη δόση υποκρισίας και κυνισμού, αφού αποβλέπει σε μεγαλύτερες μεν εισαγωγές υδρογονανθράκων (που όμως παράγουν εκπομπές στις χώρες απ’ όπου προέρχονται), όμως δεν επιθυμεί την εξόρυξη εντός της Ε.Ε. Ομως, τη στιγμή που παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα ενεργειακής προμήθειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η θρησκευτική προσήλωση στους (ανέφικτους) στόχους του NetZero50 και η παράλληλη ενθάρρυνση για όλο και υψηλότερες εισαγωγές αερίου οδηγούν μοιραία σε μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση και σε ακόμα υψηλότερες τιμές.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους την τρέχουσα περίοδο προέχουν η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, η μείωση του πληθωρισμού και η ομαλοποίηση της οικονομίας. Ομως, χωρίς την αύξηση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας απ’ όλες τις πηγές ανεξαρτήτως, ορυκτά καύσιμα και ΑΠΕ, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί.
* Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
(Καθημερινή)