Ρωσικά καύσιμα: Το εμπάργκο που δεν συμφέρει κανέναν
https://energypress.gr/news/rosika-kaysima-empargko-poy-den-symferei-kanenan
Το πιο σημαντικό ρήγμα εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με την αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής αφορά την επιβολή εμπάργκο στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Την περασμένη εβδομάδα η Πολωνία –από τους βασικούς υποστηρικτές, μαζί με τις χώρες της Βαλτικής, του εμπάργκο– αποφάσισε να κινηθεί μονομερώς: ανακοίνωσε ότι έως τον Μάιο θα τερματίσει τις εισαγωγές άνθρακα από τη Ρωσία και ότι έως το τέλος του χρόνου θα μηδενίσει και τις εισαγωγές πετρελαίου και αερίου.
Πόσο εφικτό όμως είναι για άλλες, πιο εξαρτημένες από τη Ρωσία οικονομίες της Ε.Ε. να κάνουν το ίδιο; Και πόσο εξαρτημένη είναι η ίδια η Ρωσία από τις εξαγωγές της στην Ευρώπη;
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ισπανός οικονομολόγος και ευρωβουλευτής Λουίς Γκαριτσάνο και ο Λούκατς Ρέιτσελ, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Princeton, δημοσίευσαν μια σύντομη ανάλυση για το ζήτημα αυτό. Οι συντάκτες της ανάλυσης παρομοιάζουν το ισχύον καθεστώς των κυρώσεων με «σφουγγάρισμα με τη βρύση ανοιχτή».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουν, οι χώρες της Ε.Ε. έχουν καταβάλει 21 δισ. ευρώ στη Ρωσία για την αγορά ορυκτών καυσίμων από την ημέρα της εισβολής έως τις 28 Μαρτίου (636 εκατομμύρια ημερησίως). Ως αποτέλεσμα, εξηγούν, το ρούβλι έχει ανακάμψει από την αρχική του κατάρρευση, που έφτασε στο 70%, και προσεγγίζει πλέον –έστω τεχνητά υποστηριζόμενο– την προ εισβολής ισοτιμία.
Ιστορικά, σημειώνουν ο Γκαριτσάνο και ο Ρέιτσελ, η Ρωσία βασίζεται στις εξαγωγές ενέργειας για το 40% των κρατικών εσόδων της (το 2021 ήταν 35%). Χωρίς την εισροή αυτών των πόρων, εξηγούν, η προσπάθεια κάλυψης των μισθολογικών υποχρεώσεων του ρωσικού δημοσίου «θα οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό».
Η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο είναι πολύ μεγάλη. Το 2021, το 46% των εισαγωγών αερίου της Ε.Ε. προήλθε από τη Ρωσία.
Για διαφορετικούς λόγους, χώρες όπως η Γερμανία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Αυστρία και η Ιταλία είναι ιδιαίτερα ευάλωτες.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση εννέα οικονομολόγων στο επιστημονικό περιοδικό της πρωτοβουλίας ECONtribute (των Πανεπιστημίων της Βόννης και της Κολωνίας), το πλήγμα για τη γερμανική οικονομία από την πλήρη διακοπή των ενεργειακών εισαγωγών από τη Ρωσία θα κυμανθεί μεταξύ 0,5-3 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμά ότι στο χειρότερο σενάριο της δραστικής περιστολής των ρωσικών εισαγωγών, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα μειωθεί κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες. Η Goldman Sachs, σε περίπτωση μηδενισμού των ροών αερίου από τη Ρωσία, προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες στην Ευρωζώνη, κατά 2,6 μονάδες στην Ιταλία και κατά 3,4 μονάδες στη Γερμανία.
Βουτιά 40% του ΑΕΠ της Ρωσίας εάν χάσει την Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τα αποθέματα αερίου (του AGSI), το ποσοστό πληρότητας στους χώρους αποθήκευσης είναι 12,99% στην Αυστρία και 13,17% στο Βέλγιο. Κάτω από το 20% είναι επίσης στη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Ηδη την περασμένη εβδομάδα η Γερμανία και η Αυστρία έκαναν τα πρώτα βήματα στην ενεργοποίηση σχεδίων εκτάκτου ανάγκης για την αντιμετώπιση πιθανής διακοπής στις ρωσικές εξαγωγές.
Ωστόσο η εξάρτηση της Ρωσίας από τις εξαγωγές αερίου στην Ευρώπη είναι ακόμα μεγαλύτερη. Σύμφωνα με το Energy Information Administration των ΗΠΑ, το 74% των ρωσικών εξαγωγών αερίου πέρυσι κατευθύνθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Σε αντίθεση μάλιστα με το πετρέλαιο, όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι 49%, θα είναι πολύ δύσκολο για τη Ρωσία να βρει άλλους αγοραστές για το αέριό της, καθώς δεν υπάρχουν οι υποδομές (αγωγοί, τερματικοί σταθμοί) για τη μεταφορά του.
Σύμφωνα με τον Ρόμπιν Μπρουκς, επικεφαλής οικονομολόγο του IIF, ένα ευρωπαϊκό εμπάργκο στα ρωσικά ορυκτά καύσιμα θα οδηγούσε σε αβυσσαλέα πτώση του ρωσικού ΑΕΠ, κατά περισσότερο από 40% το 2022.
Οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία πέρυσι έφθασαν τα 155 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, νέες αιολικές και ηλιακές μονάδες μπορούν ήδη φέτος να αντικαταστήσουν 20 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικών εισαγωγών, ενώ η μείωση του θερμοστάτη σε σπίτια και γραφεία κατά ένα βαθμό Κελσίου θα εξοικονομούσε άλλα 10 bcm. Η περιστολή της βιομηχανικής παραγωγής θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη μείωση της ζήτησης (π.χ. με αύξηση προσωρινά των εισαγωγών σε τομείς όπως ο χάλυβας και τα χημικά προϊόντα).
Οι ΗΠΑ εν τω μεταξύ, σε σύμπραξη με άλλους διεθνείς εταίρους της Ε.Ε., δεσμεύθηκαν πρόσφατα για την προμήθεια επιπλέον 15 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων υγροποιημένου αερίου φέτος (πέρυσι οι ΗΠΑ εξήγαγαν στην Ε.Ε. 22 bcm). Ο Γκέοργκ Ζάκμαν, senior fellow του Bruegel σε θέματα ενέργειας, ανέφερε σε workshop του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διοργάνωσε ο Λ. Γκαριτσάνο ότι αν οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) συνεχιστούν στους ρυθμούς των τελευταίων εβδομάδων, θα ξεπεράσουν κατά 100 bcm τα επίπεδα του 2021 – καλύπτοντας περίπου τα 2/3 των ρωσικών εισαγωγών. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι είναι δύσκολο να συντηρηθούν οι ρυθμοί αυτοί και ότι πιο ρεαλιστικός στόχος είναι οι αυξημένες εισαγωγές LNG να αναπληρώσουν τις μισές περυσινές εισαγωγές από τη Ρωσία.
To απαγορευτικό για το πετρέλαιο
Η επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο θα είχε ως αποτέλεσμα να πρέπει να αναπληρώνονται τρία εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως αργού πετρελαίου και ένα εκατομμύριο βαρέλια πετρελαιοειδών. Η εφεδρική παραγωγική ικανότητα του OPEC φτάνει τα 4 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, δεδομένο το οποίο συμβάλλει στις δυνατότητες αντικατάστασης αλλά και ασκεί καθοδική πίεση στις τιμές. Η διακοπή τροφοδοσίας ρωσικού πετρελαίου θα συνεπάγετο τρεις βασικές προκλήσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς που συμμετείχαν στο workshop του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: την αντιστροφή των ενδοευρωπαϊκών ροών από τη Δυτική προς την Ανατολική Ευρώπη (επί του παρόντος το πετρέλαιο εισάγεται από λιμάνια στη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί μεταφέρεται δυτικά)· την προσαρμογή των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων σε άλλα είδη αργού πετρελαίουv· και την αντικατάσταση εισαγωγών διυλισμένων ρωσικών προϊόντων (π.χ. ντίζελ) από άλλες χώρες ή την αυξημένη δραστηριότητα διύλισης εντός της Ε.Ε.
Για τη Ρωσία, ωστόσο, η προσαρμογή θα είναι ακόμα πιο δύσκολη. Οι δυνατότητες αύξησης των εξαγωγών προς την Ασία είναι περιορισμένες τόσο λόγω των υποδομών και του κόστους μεταφοράς διά θαλάσσης, όσο και επειδή τα διυλιστήρια π.χ. της Κίνας δεν είναι προσαρμοσμένα στην επεξεργασία ρωσικού αργού. Υπενθυμίζεται ότι το πετρέλαιο και τα πετρελαιοειδή αποτελούν με διαφορά το σημαντικότερο έσοδο για τη ρωσική οικονομία, αποφέροντας ποσά τριπλάσια από το αέριο.
Αντίστοιχα, οι εισαγωγές άνθρακα μπορούν να αντικατασταθούν από αύξηση της χρήσης των κοιτασμάτων που υπάρχουν εντός της Ε.Ε. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα αύξησης των εισαγωγών από χώρες όπως η Αυστραλία, η Νότια Αφρική, η Κολομβία, η Ινδία αλλά και η Κίνα.
Πληρώνουν σε ευρώ, εισπράττουν σε ρούβλια
Την Παρασκευή, εν τω μεταξύ, εξέπνευσε η διορία του Βλαντιμίρ Πούτιν προς «μη φιλικές χώρες» για πληρωμή σε ρούβλια για τις αγορές ρωσικού αερίου. «Αν αυτές οι πληρωμές δεν γίνουν, θα το θεωρήσουμε μη τήρηση των υποχρεώσεων του αγοραστή, με όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες», είπε ο Ρώσος πρόεδρος την Πέμπτη.
Η ρωσική πλευρά επέμενε ότι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να ανοίξουν λογαριασμούς σε ρούβλια σε ρωσικές τράπεζες, διαφορετικά κινδύνευαν με διακοπή της τροφοδοσίας (η περίοδος χάριτος για πληρωμές αερίου είναι συνήθως 20 ημέρες).
Χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία αντέδρασαν άμεσα την Πέμπτη, επιμένοντας ότι θα συνεχίσουν να πληρώνουν σε ευρώ, όπως ορίζεται από τις σχετικές συμβάσεις.
Μένει να φανεί πώς η Ρωσία θα εφαρμόσει το νέο διάταγμα, που προβλέπει ότι οι αγοραστές θα έχουν δύο λογαριασμούς στη ρωσική τράπεζα που θα διεκπεραιώνει τη συναλλαγή: έναν σε ξένο νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλουν το ποσό για την αγορά και έναν σε ρούβλια, στα οποία θα έχει μετατραπεί το ποσό αγοράς από την τράπεζα. Η αγορά θα επισημοποιείται με την κατάθεση στον δεύτερο λογαριασμό.
Το μέτρο στερείται οικονομικής λογικής: ούτως ή άλλως η Gazprom είναι υποχρεωμένη να μετατρέπει σε ρούβλια το 80% των εσόδων της σε ξένο συνάλλαγμα.
Αναλυτές θεωρούν ότι η κίνηση είναι μια απόπειρα του Πούτιν να δείξει ότι μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του στην Ευρώπη. Ωστόσο, η αβεβαιότητα γύρω από την εφαρμογή του –και ειδικά η ανησυχία για την πιθανότητα να οδηγεί σε παράκαμψη των κυρώσεων κατά της Ρωσίας– ενισχύει το κίνητρο των Ευρωπαίων αγοραστών να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας.
(Καθημερινή)