ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ

ΔΕΔ 2425/2019 Απόρριψη ενδικοφανούς προσφυγής για Πρόστιμο 100 ευρώ ανά ημέρα για την μη διαβίβαση παραστατικών πωλήσεων υγραερίου κίνησης από πρατήριο

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ και ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ: Α7′ – Επανεξέτασης

Πληροφορίες: Κ. Μαβινίδου
Ταχ. Δ/νση: Εγνατία 45
Ταχ. Κώδικας: 54630 – Θεσ/νικη
Τηλέφωνο: 2313-333245
ΦΑΞ: 2313-333258

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ 1064/27-4-2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 1440/27-4-2017).

2. Την ΠΟΛ 1069/04-03-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β’ 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».

4. Την από 02/09/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του , ΑΦΜ , κατοίκου Αριδαίας , κατά της με αρ /07-08-2019 Πράξης Επιβολής Προστίμου του άρθρου 54 ν. 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Την ανωτέρω πράξη επιβολής προστίμου της οποίας ζητείται η ακύρωση.

6. Την από 06/09/2019 έκθεση απόψεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας. 

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του τμήματος Α7′ – Επανεξέτασης της Υπηρεσίας μας όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο απόφασης.

Επί της από 02/09/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του, ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την με αρ /07-08-2019 προσβαλλόμενη Πράξη Επιβολής Προστίμου του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας, επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο ποσού 8.000,00 €, λόγω μη διαβίβασης ημερησίων εκδοθέντων παραστατικών πωλήσεων υγραερίου κίνησης, στη βάση δεδομένων της ΑΑΔΕ, σε ογδόντα (80) περιπτώσεις, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 20 του ν.3842/2010, που επισύρει τις κυρώσεις της περ. ιγ’ της παρ. 1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 και επιβάλλεται το πρόστιμο της περ. α’ της παρ. 2 του ιδίου νόμου.

Η ανωτέρω πράξη εκδόθηκε στα πλαίσια μερικού επιτόπιου φορολογικού ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας, δυνάμει της με αριθμ /20-06-2019 χειρόγραφης εντολής ελέγχου. Ειδικότερα, συνεργείο ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας, μετέβη στην έδρα της επιχείρησης του προσφεύγοντος με αντικείμενο δραστηριότητας το λιανικό εμπόριο (πρατήριο) βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και λιανικό εμπόριο (πρατήριο) υγραερίων για εφοδιασμό αυτοκινήτων. Από τον ως άνω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η αντλία εφοδιασμού υγραερίου κίνησης δεν ήταν συνδεδεμένη με εγκατεστημένο φορολογικό ηλεκτρονικό μηχανισμό (Φ.Η.Μ.) που διέθετε η επιχείρηση για την εμπορία βενζίνης και πετρελαίου και ως εκ τούτου τα δεδομένα των εκδοθέντων παραστατικών πωλήσεων δε διαβιβάστηκαν στη βάση δεδομένων της ΑΑΔΕ, κατ’εφαρμογή της ΠΟΛ. 1208/2018. Ακολούθως, ο έλεγχος συνέταξε το με αριθμ /20-06-2019 σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου – κλήση σε ακρόαση, το οποίο και επέδωσε μαζί με τον προσωρινό προσδιορισμό προστίμου στον προσφεύγοντα, προκειμένου αυτός να υποβάλλει τις προφορικές ή γραπτές απόψεις του επί των αναγραφόμενων διαπιστώσεων του ελέγχου. Ο προσφεύγων ανταποκρίθηκε στο ως άνω σημείωμα με την κατάθεση του με αριθμ. πρωτ /08-07-2019 υπομνήματος, αναφέροντας ότι η επιχείρησή του κινήθηκε από την πρώτη στιγμή που θεσπίστηκε η υποχρέωση διασύνδεσης και των αντλιών υγραερίου, απευθυνόμενος στην εταιρεία που την υποστηρίζει και είχε αναλάβει την υλοποίηση του έργου. Έκτοτε και παρά τις επίμονες οχλήσεις εκ μέρους του, του ανέφεραν διαρκώς, ότι η επιχείρηση έχει ενταχθεί σε λίστα αναμονής της εταιρείας αναμένοντας τη δική της σειρά. Με βάση τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υπάρχει δόλος σε αυτή του την ενέργεια, καθότι τα στοιχεία εκδίδονταν κανονικά και η απόδοση των φόρων αποδίδονταν στην ώρα τους, το εν λόγω πρόστιμο πρέπει να περιοριστεί στα 100,00 €, ήτοι ενιαίο πρόστιμο για όλη την περίοδο της μη υποβολής, ενώ επιπροσθέτως, υποστηρίζει ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι η ημερομηνία έναρξης αυτής της υποχρέωσης είναι η 1Η Απριλίου 2019.

Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν έκανε αποδεκτούς τους ως άνω ισχυρισμούς, επικαλούμενη τις διατάξεις της ΠΟΛ.1208/2018, σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα των εκδιδόμενων παραστατικών πωλήσεων, διαβιβάζονται από τις υπόχρεες οντότητες αποκλειστικά ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε., ανά Φ.Η.Μ. και για κάθε παραστατικό που εκδίδεται, το αργότερο με το πέρας των διενεργούμενων συναλλαγών, σε ημερήσια βάση.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ανάκληση και ακύρωση της προσβαλλόμενης Πράξης Επιβολής Προστίμου, για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους λόγους:

1) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, δεδομένου ότι στην περίπτωση της μη διαβίβασης δεδομένων των εκδοθέντων παραστατικών πωλήσεων στη βάση δεδομένων της ΑΑΔΕ, τυγχάνει εφαρμογής η επιβολή άπαξ προστίμου, ύψους 100,00 € και όχι πρόστιμο 100,00 για κάθε ημέρα καθυστέρησης διαβίβασης των δεδομένων.

2) Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και του Κράτους Δικαίου.

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, επισημαίνονται τα εξής

Επειδή, σύμφωνα με το αρ. 20 του ν. 3842/2010 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 75 του ν. 4472/2017), ορίζεται ότι: «1. Τα υποκείμενα σε φόρο φυσικά και νομικά πρόσωπα των άρθρων 3 και 45 αντίστοιχα του ν. 4172/2013 (Α’167) υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων – στοιχείων, ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών….. 6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από πρόταση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, καθορίζονται η έκταση εφαρμογής, οι εξαιρέσεις, οι ειδικότερες υποχρεώσεις των φορολογούμενων της παραγράφου 1, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα ανωτέρω. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές για τη διαβίβαση, την ασφάλεια και την επεξεργασία των δεδομένων της παραγράφου 1, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα ανωτέρω».

Επειδή, με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 31 του ν. 3874/2009 ορίστηκε η υποχρέωση εγκατάστασης συστήματος εισροών – εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων και τέθηκαν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις για την έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων. Στα πλαίσια αυτά με την ΚΥΑ Φ2-1617/07-12-2010 όπως τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ Φ2-2022/14-11-2012, ορίστηκαν οι διαδικασίες και προδιαγραφές εγκατάστασης και ελέγχου ολοκληρωμένων συστημάτων παρακολούθησης εισροών – εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων . Επιπλέον με την απόφαση με αριθμ. Δ.Σ.Σ.Α. 1061419 ΕΞ 2018/23-04-2018 (Φ.Ε.Κ. 1686/Β715-05-2018, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου Ε. 1.2.9 του επιχειρησιακού σχεδίου της Α.Α.Δ.Ε., προτάθηκε η εγκατάσταση συστήματος εισροών- εκροών πέρα από την αλυσίδα διακίνησης πετρελαιοειδών και για τον έλεγχο διακίνησης βιομηχανικού υγραερίου και υγραερίου κίνησης. Εκτός της τήρησης βιβλίου, προτάθηκε να υπάρχει on line διασύνδεση ταμειακών μηχανών με τις αντλίες διάθεσης, ώστε να εκδίδεται αυτομάτως απόδειξη και να αποδίδονται οι φόροι. Ειδικότερα δε, για τις τεχνικές προδιαγραφές των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών και των συστημάτων και τις προδιαγραφές αποστελλόμενων αρχείων την ΑΑΔΕ, εκδόθηκαν οι ΠΟΛ.1220/2012, ΠΟΛ.1221/2012, ΠΟΛ.1076/2013, ΠΟΛ.1166/2018 και ΠΟΛ.1195/2018.

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1208/2018, η οποία εκδόθηκε αναφορικά με τη διαβίβαση δεδομένων των παραστατικών πωλήσεων που εκδίδονται από Φ.Η.Μ., που είναι εγκατεστημένες σε πρατήρια καυσίμων, σε εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης και σε προμηθευτές υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου σε πρατήρια, σε βάση δεδομένων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ορίζεται στο άρθρο 1 ότι : «Οι οντότητες με αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία καυσίμων μέσω πρατηρίων, την πώληση πετρελαίου θέρμανσης, καθώς και την προμήθεια υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου σε πρατήρια, υποχρεούνται να διαβιβάζουν, ηλεκτρονικά, τα ακόλουθα δεδομένα των εκδιδόμενων παραστατικών πωλήσεων με τη χρήση Φ.Η.Μ., η έκδοση των οποίων ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 12 του Ν. 4308/2014 : α) Για τα εκδιδόμενα λογιστικά στοιχεία χονδρικής πώλησης (τιμολόγια): α) Α.Φ.Μ. εκδότη, β) Α.Φ.Μ. αντισυμβαλλόμενου, γ) Είδος παραστατικού, δ) Ημερομηνία έκδοσης παραστατικού, ε) Είδος καυσίμου, στ) Ποσότητα καυσίμου, ζ) Αξία συναλλαγής προ Φ.Π.Α., η) Αξία Φ.Π.Α. που επιβαρύνει τη συναλλαγή, β) Για τα εκδιδόμενα λογιστικά στοιχεία λιανικής πώλησης για λιανική πώληση αγαθών: α) Α.Φ.Μ. εκδότη, β) Είδος παραστατικού, γ) Ημερομηνία έκδοσης παραστατικού, δ) Είδος καυσίμου, ε) Ποσότητα καυσίμου, στ) Μικτή αξία πώλησης.» Στο άρθρο 2, ότι : «Τα δεδομένα των εκδιδόμενων παραστατικών πωλήσεων, που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο, διαβιβάζονται από τις υπόχρεες οντότητες αποκλειστικά ηλεκτρονικά, σε βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε. ανά Φ.Η.Μ. και για κάθε ένα παραστατικό που εκδίδεται, το αργότερο με το πέρας των διενεργούμενων συναλλαγών, σε ημερήσια βάση. Οι τεχνικές προδιαγραφές πρωτοκόλλου επικοινωνίας και κρυπτογράφησης για τη διαβίβαση δεδομένων σε βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται στην Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1166/2018 (Β’ 3603).»

Επειδή, ακολούθως με την ΠΟΛ.1218/2018, δόθηκαν οδηγίες σχετικά με τη διασύνδεση των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών (Φ.Η.Μ.) των πρατηρίων καυσίμων με τις αντλίες διάθεσης υγραερίου κίνησης ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου για την έκδοση των παραστατικών πωλήσεων. Ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ως άνω ΠΟΛ., ορίζεται ότι : «Οι οντότητες – εκμεταλλευτές πρατηρίων καυσίμων που διαθέτουν λιανικώς ή χονδρικώς υγραέριο κίνησης ή πεπιεσμένο φυσικό αέριο προς πώληση μέσω αντλίας, εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης, τα τιμολόγια και τα παραστατικά διακίνησης υποχρεωτικά με τη χρήση φορολογικού ηλεκτρονικού μηχανισμού (Φ.Η.Μ.), συνδεδεμένου με την αντλία διάθεσης υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου, άμεσα, όπου απαιτείται, με την ολοκλήρωση κάθε παράδοσης αυτών από την αντλία διάθεσης. Οι οντότητες-προμηθευτές υγραερίου κίνησης ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου σε πρατήρια, εκδίδουν τα παραστατικά (διακίνησης ή τιμολόγια πώλησης) με τη χρήση Φ.Η.Μ 3.

Οι οντότητες – εκμεταλλευτές πρατηρίων καυσίμων, που χρησιμοποιούν ήδη φορολογικό ηλεκτρονικό μηχανισμό (Φ.Η.Μ.), για την έκδοση των παραστατικών πωλήσεων (όπως μικτά πρατήρια), δύνανται να εκδίδουν και τα στοιχεία λιανικής πώλησης υγραερίου κίνησης ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου με τη χρήση του ίδιου φορολογικού μηχανισμού, εφόσον αυτός διασυνδεθεί με την αντλία διάθεσης υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου. Ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτής, ορίζεται ότι : «Η παρούσα απόφαση ισχύει από 1 Μαρτίου 2019.».

Επειδή, περαιτέρω, με την εγκύκλιο Ε.2154/2019, παρασχέθηκαν διευκρινίσεις αναφορικά με την επιβολή προστίμου για τη μη διαβίβαση δεδομένων παραστατικών πωλήσεων από οντότητες-εκμεταλλευτές πρατηρίων καυσίμων, από πωλητές πετρελαίου θέρμανσης και από προμηθευτές υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου σε πρατήρια, για πωλήσεις καυσίμων. Ειδικότερα με την ως άνω εγκύκλιο της Διεύθυνσης Ελέγχων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, ορίζεται ότι : «1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν.3842/2010, όπως ισχύει, τα υποκείμενα σε φόρο φυσικά και νομικά πρόσωπα των άρθρων 3 και 45 αντίστοιχα του ν.4172/2013 (Α’ 167) υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων – στοιχείων, ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περίπτωσης ιγ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013, η μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν.3842/2010 συνιστά παράβαση, για την οποία επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και νόμου, ήτοι ποσό 100 ευρώ.

3. Επιπλέον, με το άρθρο 2 της Απόφασης ΠΟΛ.1208/2018 της Υφυπουργού Οικονομικών ορίζεται ότι τα δεδομένα των εκδιδόμενων παραστατικών πωλήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας απόφασης, διαβιβάζονται από τις υπόχρεες οντότητες αποκλειστικά ηλεκτρονικά, στη βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε, ανά Φ.Η.Μ. και για κάθε ένα παραστατικό που εκδίδεται, το αργότερο με το πέρας των διενεργούμενων συναλλαγών, σε ημερήσια βάση.

4. Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου ότι με την παραπάνω Απόφαση η υποχρέωση ηλεκτρονικής διαβίβασης στην Α.Α.Δ.Ε. των δεδομένων των παραστατικών πωλήσεων καυσίμων, που εκδίδονται από Φ.Η.Μ. που είναι εγκαταστημένοι σε πρατήρια καυσίμων, σε εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης και σε προμηθευτές υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου ορίζεται σε ημερήσια βάση, η μη διαβίβαση αυτών από την υπόχρεη οντότητα συνιστά παράβαση της περ. ιγ’ της παρ. 1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο 100 ευρώ ανά Φ.Η.Μ. για κάθε ημέρα, για την οποία δεν διαβιβάστηκαν τα δεδομένα των παραστατικών που εκδόθηκαν την ημέρα εκείνη και ανεξαρτήτως του πλήθους αυτών. ».

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: α) , β) …., ιγ) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α’ 58). ».

Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 2 του ανωτέρου νόμου ορίζεται ότι: « 2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής:

α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 και, στις φορολογίες κεφαλαίου, για κάθε παράβαση των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’ στ’ και ιγ’ της παραγράφου 1,….»

Επειδή, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, η υποχρέωση ηλεκτρονικής διαβίβασης στην Α.Α.Δ.Ε. των δεδομένων των παραστατικών πωλήσεων καυσίμων, που εκδίδονται από Φ.Η.Μ. που είναι εγκαταστημένοι σε πρατήρια καυσίμων, σε εγκαταστάσεις πωλητών πετρελαίου θέρμανσης και σε προμηθευτές υγραερίου ή πεπιεσμένου φυσικού αερίου ορίζεται σε ημερήσια βάση, η μη διαβίβαση αυτών από την υπόχρεη οντότητα συνιστά παράβαση της περ. ιγ’ της παρ. 1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο 100 ευρώ ανά Φ.Η.Μ. για κάθε ημέρα, για την οποία δεν διαβιβάστηκαν τα δεδομένα των παραστατικών που εκδόθηκαν την ημέρα εκείνη και ανεξαρτήτως του πλήθους αυτών και ως εκ τούτου ορθά η φορολογική αρχή επέβαλε πρόστιμο 100,00 € ανά ημέρα, με ημερομηνία έναρξης κατά τις διατάξεις της ΠΟΛ.1218/2018, την 1/3/2019. (Σημειωτέον ότι κατά τον υπολογισμό του προστίμου από τη φορολογική αρχή λήφθηκε εκ παραδρομής, ως ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσης διαβίβασης των δεδομένων στην Α.Α.Δ.Ε., η 1/4/2019).

Επειδή με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) ορίζεται ότι: «Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι είναι δεσμευτικές για τη Φορολογική Διοίκηση, έως ότου ανακληθούν ρητά ή τροποποιηθούν, λόγω αλλαγής της νομοθεσίας.»

Επειδή, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του προσφεύγοντος, ότι δεν υπάρχει δόλος σε αυτή του την ενέργεια, καθότι τα στοιχεία εκδίδονταν κανονικά και οι φόροι αποδίδονταν στην ώρα τους, αλυσιτελώς προβάλλεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η φορολογική αρχή δε διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την επιβολή ή μη του εκάστοτε επιβαλλόμενου προστίμου, καθότι, αυτή εφαρμόζει, κατά δέσμια αρμοδιότητα τις σχετικές ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις.

Επειδή, σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, ότι η αδυναμία διαβίβασης των απαιτούμενων πληροφοριών στην ηλεκτρονική βάση της ΑΑΔΕ, οφείλεται αποκλειστικά σε έλλειψη συντονισμού των σχετικών εργασιών του συνεργάτη του, αφενός, δε μπορεί να αποδειχθεί από τα στοιχεία του φακέλου και αφετέρου και αν ακόμη αυτό μπορούσε να αποδειχθεί, η ευθύνη, της μη διαβίβασης των δεδομένων στην ηλεκτρονική βάση της ΑΑΔΕ για τον προσφεύγοντα είναι αντικειμενική σε ότι αφορά τις φορολογικές του υποχρεώσεις, η ευθύνη δε, για την επιλογή των συνεργατών του βαρύνει τον ίδιο.

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω ο σχετικός ισχυρισμός περί επιβολής, άπαξ προστίμου ύψους 100,00 €, στην περίπτωση της μη διαβίβασης δεδομένων των εκδοθέντων παραστατικών πωλήσεων στη βάση δεδομένων της ΑΑΔΕ, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Ως προς το δεύτερο ισχυρισμό του προσφεύγοντος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και του Κράτους Δικαίου, επισημαίνονται τα εξής :

Επειδή, η αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1) και σύμφωνα με αυτήν οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη Διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. Ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως κύρωση για παράβαση διάταξης, τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό (ΣτΕ 3474/2011 Ολ., ΣτΕ 990/2004 Ολ.).

Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ένα νομοθετικό μέτρο προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας μόνο αν δεν είναι πρόσφορο για την επιδίωξη και επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο νόμος, είτε υπερακοντίζει, προφανώς, το σκοπό αυτό (ΣτΕ 3177/2008, η οποία παραπέμπει στις ΣτΕ 3882/2007, ΣτΕ 1006/2002) και συγχρόνως είναι υπέρμετρα επαχθές εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Επειδή, δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η θέσπιση με τις διατάξεις του ν. 4174/2013 συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού των προστίμων, στην αποφυγή συμπτωμάτων διαφθοράς και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογικής αρχής και των πολιτών, οι οποίοι μπορούν πλέον να γνωρίζουν εκ των προτέρων το ακριβές ύψος του προστίμου για κάθε συγκεκριμένη παράβαση, έτσι ώστε να επιβάλλεται για όμοιες περιπτώσεις πρόστιμο της ίδιας βαρύτητας, συναρτώμενο, ευλόγως άλλωστε, με την αξία της οικείας συναλλαγής, ήτοι με μέγεθος αναγκαίως συναφές προς το ύψος της αντίστοιχης φοροδιαφυγής, εξασφαλίζει την ανάγκη διαφάνειας και την σαφήνεια των εις βάρος των παραβατών επιβαλλομένων κυρώσεων.

Επειδή, σύμφωνα με τη θεωρία, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση προστατεύει την εύλογη πεποίθηση του μέσου, καλόπιστου και εχέφρονα διοικούμενου ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση ευμενής για τον ίδιο, που έχει δημιουργηθεί είτε από θεσμικό πλαίσιο είτε από διοικητική πρακτική συνεχή, ομοιόμορφη και με χρονική διάρκεια, δεν πρόκειται να μεταβληθεί ή αν μεταβληθεί θα ληφθεί υπόψη η βλάβη που ο διοικούμενος θα υποστεί.

Επειδή, σύμφωνα με τη νομολογία, ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση γεννάται, εφόσον με θετική ενέργεια της δημιουργείται στον διοικούμενο η σταθερή κι εύλογη πεποίθηση ότι ορισμένη συμπεριφορά του είναι νόμιμη, δεν αρκεί δε για τη δημιουργία της πεποιθήσεως αυτής μόνη η αδράνεια της Διοίκησης να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα σε βάρος του διοικούμενου (ΣτΕ 2674/2013, ΣτΕ 1608/2004).

Επειδή, η αρχή της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης επιβάλλει πράγματι στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές, τούτο, ωστόσο, δε σημαίνει ότι η αρχή της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης μπορεί να εξελιχθεί σε τροχοπέδη για την εφαρμογή της νομιμότητας εκ μέρους των οργάνων της Διοίκησης.

Επειδή, η δημόσια διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 & 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, 2987/1994), και η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.

Επειδή, ενόψει της αρχής της νομιμότητας του φόρου, η φορολογική διοίκηση έχει – κατ’αρχήν – δέσμια αρμοδιότητα σε σχέση με την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων, υπό την έννοια ότι εφόσον διαπιστώσει τη διάπραξη μιας παράβασης και τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου, είναι υποχρεωμένη να προβεί στην έκδοση πράξης καταλογισμού φόρου ή προστίμου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπαιτιότητα, ο δόλος ή η αμέλεια του φορολογούμενου που υπέπεσε στην παράβαση, (ΣτΕ 1253/1992, 3278/92, 2266/95 & 3333/95) εκτός και αν ρητά ο νομοθέτης απαιτεί την ύπαρξη δόλου (ΣτΕ 53/92, 457/94). Σύμφωνα με τη νομολογία, οι κυρώσεις επιβάλλονται χωρίς την ύπαρξη αμέλειας ή δόλου, αν και όπως κρίθηκε, είναι δυνατή η άρση του αξιόποινου σε περίπτωση ανώτερης βίας. Ο νομοθέτης απαλλάσσει τον υπόχρεο, μόνο σε περίπτωση που ο τελευταίος ακολούθησε την ερμηνεία που έχει δοθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τις εγκυκλίους του Υπουργείου Οικονομικών. Η θέση αυτής της νομολογίας, αιτιολογείται στο ότι οι κυρώσεις δεν έχουν το χαρακτήρα ποινής, αλλά είναι διοικητικό μέτρο, με το οποίο σκοπείται ο εξαναγκασμός του φορολογούμενου στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τη φορολογική νομοθεσία.

Επειδή, οι διοικητικές ενέργειες, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, πρέπει να είναι σύμφωνες προς τον κανόνα δικαίου που διέπει τη δράση της διοίκησης, όταν αυτός περιγράφει λεπτομερώς τις νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης, όταν, δηλαδή, πρόκειται για δέσμια αρμοδιότητα (ΣτΕ 4674/1998), ενώ πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία προς τον κανόνα δικαίου, όταν αυτός καθορίζει κατά τρόπο ευρύτερο ή στενότερο το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ενέργεια μπορεί να γίνει, δηλαδή όταν η αρμοδιότητα της διοίκησης ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια. Εξάλλου, η ίδια η φορολογική αρχή, θεμιτώς κατά το Σύνταγμα, εν όψει των αναφερθέντων, δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζει το ύψος του προστίμου αναλόγως των ειδικότερων συνθηκών που τελεί ο κάθε φορολογούμενος.

Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επιβολή του επιβληθέντος προστίμου, λόγω μη διαβίβασης στην Α.Α.Δ.Ε. των δεδομένων των παραστατικών πωλήσεων καυσίμων, που εκδόθηκαν από Φ.Η.Μ. που είναι εγκαταστημένος στο εν λόγω πρατήριο καυσίμων και υγραερίου, προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης ιγ’ της παρ.1 και της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με τις εκδιδόμενες αποφάσεις 1208/23-11-2018 και 1218/11-12-2018, όπως ισχύουν κατά τον κρίσιμο χρόνο. Περαιτέρω η φορολογική αρχή ενόψει της δέσμιας αρμοδιότητας της σε σχέση με την εκτέλεση των φορολογικών νόμων, προέβη στον καταλογισμό του προστίμου, εφόσον από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπίστωσε τη μη διασύνδεση της αντλίας εφοδιασμού υγραερίου κίνησης με τον εγκατεστημένο φορολογικό ηλεκτρονικό μηχανισμό και τη μη αποστολή των εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων πωλήσεων υγραερίου στη βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε..

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω, δε συντρέχει περίπτωση παραβίασης των αρχών αναλογικότητας, χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης 02/09/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του , ΑΦΜ

Οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου με βάση την παρούσα απόφαση:

Υπαρ. /07-08-2019 πράξη επιβολής προστίμου της περ. ιγτης παρ. 1 και 2 του άρθρου 54 ν. 4174/2013 φορολογικού έτους 2019
 

Ποσό προστίμου (80 ημέρες x 100,00) ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
8.000,00 8.000,00


Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.

ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΚΑΤΣΙΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Αυτοτελούς Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης

Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.