To τελικό σχέδιο μείωσης των εισφορών για τις επιχειρήσεις
Του Δημήτρη Κατσαγάνη capital.gr
“Κλείδωσε” στο 0,96% η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες θα καταβάλλουν πάνω από 280.000 επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα για 1,777 εκατομμύρια μισθωτών με συμβάσεις πλήρους απασχόλησης από τον ερχόμενο Ιούλιο.
Αυτό αναφέρουν αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Εργασίας στο “Κεφάλαιο”, τα οποία γνωρίζουν τις τελικές κυβερνητικές αποφάσεις σε σχέση με το ποσοστό της ήδη προβλεπόμενης στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού του 2020 μείωσης του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, συμπληρώνοντας πως η μείωση αυτή θα “μοιραστεί” μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ως εξής: Κατά 0,50% θα μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές και κατά 0,46% θα μειωθούν οι εργατικές εισφορές.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν πως η μείωση θα αφορά τις εισφορές υπέρ του ΟΑΕΔ και του τέως ΟΕΕ – τέως ΟΕΚ. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εισφορές,λόγω της παρέμβασης την οποία έχει αποφασίσει η κυβέρνηση, θα πέσουν από το 6,96% στο 6%.
Οι δε συνολικές εισφορές επί των αποδοχών των μισθωτών (υπέρ ΕΦΚΑ, ΕΤΕΑΕΠ, ΕΟΠΥΥ, ΟΑΕΔ) πλήρους απασχόλησης θα πέσουν, σε σχεδόν επτά μήνες από σήμερα, στο 39,6%, έναντι του 40,56% που είναι με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο.
Το νέο τοπίο
Μετά, δηλαδή, την επικείμενη μείωση, από τη μια μεριά οι εργοδοτικές εισφορές θα πέσουν στο 24,31%, έναντι 24,81% που είναι σήμερα, ενώ από την άλλη οι εργατικές εισφορές θα πέσουν στο 15,29%, έναντι του 15,75% που είναι σήμερα.
Ο περιορισμός των εργοδοτικών και των εργατικών εισφορών θα οδηγήσει σε αύξηση της επιχειρηματικής ρευστότητας και των καθαρών αμοιβών αντίστοιχα.
Αναλυτικά, η μείωση κατά 0,5% των εργοδοτικών εισφορών οδηγεί σε ποσοστιαία μείωση δύο μονάδων στο σύνολο των εργοδοτικών εισφορών (οι οποίες υπολογίζονται επί των μικτών προ φόρων αποδοχών των εργαζομένων) και, άρα, σε αντίστοιχη αύξηση της ρευστότητας των επιχειρήσεων.
Η μείωση 0,46% των εργατικών εισφορών οδηγεί σε ποσοστιαία μείωση 2,9% του συνόλου των κρατήσεων που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι επί των μετά φόρων αποδοχών τους και, έτσι, σε αντίστοιχη αύξηση των καθαρών αποδοχών τους.
Τα σενάρια των επόμενων μειώσεων
Η επικείμενη μείωση 0,96% στις ασφαλιστικές εισφορές των επιχειρήσεων που απασχολούν μισθωτούς πλήρους απασχόλησης εντάσσεται στο σχέδιο υλοποίησης της προεκλογικής εξαγγελίας της Ν.Δ. περί μείωσης του μη μισθολογικού κόστους κατά 5 μονάδες στο διάστημαμεταξύ 2020 και 2023.
Μετά τον επερχόμενο περιορισμό των εισφορών κατά 0,96% τον Ιούλιο του 2020, θα μείνει ένα “υπόλοιπο” 4,04 μονάδων έως την πλήρη εφαρμογή της προαναφερθείσας εξαγγελίας. Πηγές του “Κ” από υπηρεσιακά στελέχη του υπ. Εργασίας αναφέρουν ότι το βασικό σενάριο προβλέπει περαιτέρω μείωση των εισφορών υπέρ του ΟΑΕΔ, ενώ υπάρχουν ακόμα στο τραπέζι εισηγήσεις για μείωση των εισφορών υπέρ του ΕΟΠΥΥ (υγεία – ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).
Εκείνο το οποίο έχει αποκλειστεί, για την ώρα, είναι η μείωση των εισφορών υπέρ της κύριας ασφάλισης.
Ωστόσο, είναι ήδη ψηφισμένη (από την προηγούμενη κυβέρνηση) η μείωση κατά 0,5% στις εισφορές επικουρικής ασφάλισης (από το 6,5% στο 6%) από τα μέσα του 2022, την οποία δεν προτίθεται να καταργήσει η νυν κυβέρνηση.
Ορόσημο ο Απρίλιος
Πάντως, ένα πιο διαμορφωμένο πλάνο των μειώσεων στις εισφορές της μισθωτής απασχόλησης (περιλαμβανομένης και εκείνης που έχει αποφασιστεί για τον ερχόμενο Ιούλιο) θα υπάρξει τον Απρίλιο του 2020, οπότε θα συμφωνηθεί με τους “θεσμούς” το νέο 4ετές Μεσοπρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής, τονίζουν στελέχη του υπ. Εργασίας στο “Κ”.
Έως τότε, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα έχει ξεκαθαρίσει σε έναν μικρό, έστω, βαθμό το δημοσιονομικό τοπίο που φέρνει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο το οποίο αναμένεται να φέρει η κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2020 και, έτσι, οι όροι που θα καθορίσουν τους ρυθμούς της υλοποίησης της κυβερνητικής εξαγγελίας περί μείωσης του μη μισθολογικού κόστους επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται, εφόσον το επιτρέπει η εκτέλεση του Προϋπολογισμού έως τότε –τονίζουν οι ίδιες πηγές–, είτε μια μεγαλύτερη (από 0,96%) μείωση τον Ιούλιο του 2020 είτε μια επιπλέον αντίστοιχη μείωση τον Ιανουάριο, κιόλας, του 2021.