Αγκάθι για τις εταιρείες εμπορίας καυσίμων ο εφοδιασμός και η τιμολογιακή πολιτική στα νησιά
Στοιχεία για την εικόνα στην αγορά καυσίμων των νησιών έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΕΠΕ, τονίζοντας τα προβλήματα που υπάρχουν σε όρους εφοδιασμού και τιμολογιακής πολιτικής, τα οποία αυξάνουν το κόστος για τις εταιρείες εμπορίας. Παράλληλα, επισημαίνει ότι η απουσία λαθρεμπορίου στα νησιά οδηγεί σε μια λανθασμένη σύγκριση των περιθωρίων λιανικής εκεί σε σχέση με τα αστικά κέντρα. Αναλυτικότερα, ο σύνδεσμος παρατηρεί ότι ο εφοδιασμός των νησιών μέσω σύγχρονων πλοίων, που διασφαλίζουν τις υψηλότερες ευρωπαϊκές προδιαγραφές ασφαλούς παράδοσης, έχει υψηλότερο κόστος. Τα νησιά λόγω της γεωγραφικής ιδιαιτερότητάς τους, παρουσιάζουν ειδικές συνθήκες εφοδιασμού. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν απρόβλεπτες μεταβολές του καιρού και να εξασφαλισθεί ο ομαλός εφοδιασμός, απαιτούνται μεγαλύτερες επενδύσεις δεξαμενοπλοίων και μεγαλύτερο κεφάλαιο κίνησης σε σχέση με τα ηπειρωτικά πρατήρια, τα οποία είναι προσβάσιμα ανά πάσα στιγμή. Ο εφοδιασμός των νησιών γίνεται, εναλλακτικά, με: •Σύγχρονα δεξαμενόπλοια RoRo που τηρούν τις υψηλότερες ευρωπαϊκές προδιαγραφές (διπύθμενα, κλπ.) αλλά, έχουν υψηλότερο κόστος. •Απλά δεξαμενόπλοια. •Μεταφορά βυτιοφόρων με δρομολόγια ferry boat (Φ/Γ – Ο/Γ) μεταφοράς επικίνδυνων φορτίων. Το κόστος μεταφοράς προς τα νησιά, το οποίο είναι ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το κόστος στις χερσαίες περιοχές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε υπολογισμό, κάτι το οποίο δεν γίνεται πάντα. Το κόστος διαφοροποιείται ανάλογα με: •Τη συχνότητα δρομολογίων •Την πληρότητα των δεξαμενόπλοιων •Τις καιρικές συνθήκες •Την εποχικότητα •Τον εξοπλισμό και τη χωρητικότητα των δεξαμενόπλοιων •Ειδικότερα σε ότι αφορά την τροφοδοσία των πολύ μικρών νησιών πρέπει να ληφθεί υπόψη η εξαιρετικά μεγάλη επιβάρυνση στο μεταφορικό, λόγω των πολύ χαμηλών καταναλώσεων που έχουν ιδιαίτερα την χειμερινή περίοδο. Οι χαμηλές δε καταναλώσεις είναι αποτρεπτικές στο να είναι οικονομικά βιώσιμη η λειτουργία περισσοτέρων πρατηρίων σε αυτά τα νησιά. Εξαιτίας της τροφοδοσίας ανά 10-15 ημέρες, οι πρατηριούχοι των νησιών θα πρέπει να έχουν λάβει τέτοια πρόνοια τιμολογιακής πολιτικής, ώστε να απορροφήσουν τις τυχόν διαφοροποιήσεις των τιμών του 15ήμερου και να μην κινδυνεύουν να πουλήσουν με ζημία, καθώς και το αυξημένο χρηματοοικονομικό κόστος αποθέματος (10 – 15 ημερών) σε σχέση με αυτό των ηπειρωτικών πρατηρίων (1 – 2 ημερών). Τονίζονται επίσης τα εξής: •Η διακοπή – από το 2015 – της επιδότησης των νησιών από τον ειδικό λογαριασμό που ίσχυε από το 2002. Αυτό έχει αυξήσει αντίστοιχα το πραγματικό κόστος μεταφοράς και η αύξηση έχει πλέον περάσει προφανώς στην αντλία. •Η αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά •Το γεγονός ότι ο ΕΦΚ, ο ΦΠΑ και οι λοιπές επιβαρύνσεις προκαταβάλλονται από τις Εταιρίες Εμπορίας στο Δημόσιο, με μεγάλη χρηματοοικονομική επιβάρυνση των πρώτων. Σύμφωνα με τον ΣΕΕΠΕ, η προσέγγιση των δεξαμενοπλοίων στα λιμάνια των νησιών είναι προβληματική, λόγω του μεγάλου όγκου άφιξης τουριστικών και επιβατικών πλοίων που παρατηρείται στα λιμάνια αυτά, κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η εκφόρτωση καυσίμων να γίνεται είτε αργά τη νύχτα είτε τα ξημερώματα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις «ιδιαίτερες» συνθήκες που δημιουργούνται στους οδηγούς βυτιοφόρων, συντελούν ώστε οι μισθοί των οδηγών αυτών να είναι τουλάχιστον διπλάσιοι των κανονικών. Αυτό, σε συνδυασμό με την συχνά μη πλήρη εκμετάλλευση των βυτιοφόρων που βρίσκονται πάνω στα δεξαμενόπλοια, έχει σαν αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά το κόστος μεταφοράς. Η μέση ετήσια κατανάλωση των πρατηρίων στα μικρά και μεσαία νησιά υπολείπεται σημαντικά των αντίστοιχων ηπειρωτικών, με αποτέλεσμα η επένδυση που απαιτεί ένα πρατήριο (πάγια, εργασίες, συντήρηση, εμπορευματική πίστωση, ημέρες πίστωσης) είναι – ανά λίτρο – πολύ υψηλότερη. Αυτονόητο είναι ότι η παροχή όλων των υπηρεσιών που σχετίζονται με τις παραπάνω επενδύσεις, καθώς και η ετήσια συντήρησή τους, λόγω απόστασης, κοστίζουν πολύ ακριβότερα από τις αντίστοιχες υπηρεσίες σε πρατήρια στεριάς. Οι δεινές συνθήκες ύφεσης που επικρατούν στην Ελλάδα έχουν ιδιαίτερη επίπτωση και στα πρατήρια των νησιών, όπου λόγω της κλειστής και μικρής κοινωνίας στην οποία λειτουργούν, εξυπηρετούν υποχρεωτικά και Κρατικές Υπηρεσίες και Οργανισμούς. Οι καταναλώσεις αυτές – ιδιαίτερα κατά την περίοδο θέρμανσης – είναι σημαντικά μεγάλες, δυστυχώς όμως, παρατηρούνται καθυστερήσεις στην εξόφληση των τιμολογίων τους που φθάνουν τους 10-12 μήνες. Αυτό δημιουργεί, πέραν ενός διαρκώς αυξανόμενου κινδύνου επισφάλειας, ένα υπέρογκο χρηματοοικονομικό κόστος, με αποτέλεσμα το κόστος αυτό να μετακυλίεται στις Εταιρίες Εμπορίας. Χωρίς λαθρεμπόριο η αγορά των νησιών Στο κρίσιμο θέμα του λαθρεμπορίου καυσίμων, ο ΣΕΕΠΕ παρατηρεί ότι η σύγκριση των τιμών στα νησιά γίνεται πάντοτε με την αγορά της Αθήνας. Η αγορά στα νησιά είναι πιο υγιής λόγω ανυπαρξίας στην ουσία λαθρεμπορίου και παραβατικών συμπεριφορών εκ μέρους των πρατηριούχων, όσον αφορά το μέρος των μειωμένων ποσοτήτων και της νοθευμένης ποιότητας στον τελικό καταναλωτή. Αντίθετα, σύμφωνα και με τα στοιχεία των ερευνών του ΕΜΠ, τα φαινόμενα λαθρεμπορίου και παραβατικότητας παρατηρούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδος, εξαιτίας της εύκολης πρόσβασης των πρατηρίων σε πηγές που ευνοούν την παραβατικότητα αυτή. Συνεπώς, στα μεγάλα αστικά κέντρα τα μεικτά περιθώρια λιανικής εμφανίζονται κατά πολύ μειωμένα, σε σημείο που σε πολλές περιπτώσεις είναι εξώφθαλμο ότι δεν καλύπτουν ούτε καν τα στοιχειώδη έξοδα μιας επιχείρησης. Ο λόγος είναι απλός, το μέσο περιθώριο των αστικών κέντρων είναι κατά πολύ μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο περιθώριο των νησιών, διότι τα περιθώρια στα αστικά κέντρα συνήθως «επιδοτούνται» από την αυξανόμενη παραβατικότητα.